- δημοκρατικός
- η , ό[ν]1) демократический;
δημοκρατικός συγκεντρωτισμός — демократический централизм, 2) республиканский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοκρατικός συγκεντρωτισμός — демократический централизм, 2) республиканский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοκρατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικός — ή, ό (Α δημοκρατικός, ή, όν) 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημοκρατία ή στους δημοκράτες («δημοκρατικά ιδεώδη») 2. ως ουσ. ο οπαδός τής δημοκρατίας, αυτός που θεωρεί τη δημοκρατία ως το καλύτερο πολίτευμα («οὐδείς ἐστιν ἀνθρώπων φύσει οὔτε… … Dictionary of Greek
δημοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει, πιστεύει ή αναφέρεται στη δημοκρατία: Η οικογένειά του είναι δημοκρατική μέχρι το κόκαλο. 2. αυτός που ταιριάζει στη δημοκρατία: Τα δημοκρατικά ιδεώδη υπήρξαν πάντα το πιστεύω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοκρατικά — δημοκρατικός of neut nom/voc/acc pl δημοκρατικά̱ , δημοκρατικός of fem nom/voc/acc dual δημοκρατικά̱ , δημοκρατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικώτερον — δημοκρατικός of adverbial comp δημοκρατικός of masc acc comp sg δημοκρατικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικῶν — δημοκρατικός of fem gen pl δημοκρατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικόν — δημοκρατικός of masc acc sg δημοκρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικώτατον — δημοκρατικός of masc acc superl sg δημοκρατικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικαῖς — δημοκρατικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικαί — δημοκρατικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρατικοῖς — δημοκρατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)